- εἰσαγωγικῶς
- εἰσαγωγικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκατατίθημι — Α 1. θάβω εκ τών προτέρων 2. μτφ. (σχετικά με θεμέλιο) τοποθετώ εκ τών προτέρων 3. (κυρίως στο μέσ.) προκατατίθεμαι α) κατατίθεμαι εκ τών προτέρων β) παρέχω, προσφέρω εκ τών προτέρων («προκατατίθεσθαι χάριν», Ιώσ.) 4. φρ. «προκατατίθεμαι λόγον… … Dictionary of Greek
υπαναγιγνώσκω — ΜΑ [ἀναγιγνώσκω] αναγιγνώσκω ενώπιον άλλων ή δημοσίως μσν. διαβάζω καθώς βρίσκομαι από κάτω αρχ. διαβάζω κάτι εισαγωγικώς («ὑπαναγιγνώσκειν τὴν εἰσαγγελίαν», Υπερείδ.) … Dictionary of Greek
ՆԵՐԱԾԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0414 Chronological Sequence: 8c մ. εἱσαγωγικῶς isagogice, institutionis modo, sive causa. Ներածելով. իբրու նախակրթելով. որպէս հրահանգ ինչ. *Ներածապէս սրբազնագրելով զօրինացն քահանայապետութիւն. Դիոն. եկեղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)